Οι πίνακες του Ανδρέα Νικολάου μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή και τον οδηγούν αμέσως στον κόσμο τους. Τα θέματα -γυμνά σώματα σε μνημειακές στάσεις- είναι λιτά και το περιβάλλον τους -κοκκινόμαυρο φόντο- ακόμη πιο λακωνικό. Τα ερωτήματα -εικαστικά και νοηματικά- διατυπώνονται χωρίς περιστροφές και προκαταβάλλονται έτσι ώστε ο θεατής να αφεθεί ελεύθερος το συντομότερο για τις επόμενες φάσεις του ταξιδιού το οποίο προσφέρουν τα έργα αυτά. Οι τίτλοι - "Ο Θησέας κρατά τον Νεκρό Μινώταυρο", "Η Αριάδνη Μπλεγμένη στο Μίτο της", "Η Αριάδνη στη Νάξο", "Θησέας με Τρόπαιο", κ.ο.κ- αφενός έρχονται να δηλώσουν το μυθολογικό υπόβαθρο όσων αντικρύζουμε και αφετέρου να προεκτείνουν τις νοηματικές διαστάσεις τους.
φως, σκοτάδι και μνημειακές μορφές
Είναι σαφές ότι ο ζωγράφος μας απευθύνεται μέσα από ένα καλά διαρθρωμένο εικαστικό λεξιλόγιο και ότι μας μιλά με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο για τον μυθολογικό κόσμο που απεικονίζει, αυτόν που σιγά-σιγά ανιχνεύουμε είτε ερμηνεύοντας τις μορφές είτε διαβάζοντας και τους τίτλους.
Βασικό λεξιλόγιο των μορφών του είναι το γυμνό σώμα πάνω στο μαυροκόκκινο φόντο. Σώμα νεανικό, σε κινησιολογία μνημειακή, σαν από αρχαία γλυπτική φρίζα ή και σαν από θρησκευτική αγιογραφία. Απεικονίζεται με αρκετή λεπτομέρεια όχι όμως τόση ώστε να γίνει ρεαλιστικό και να απωλέσει το μνημειακό-συμβολικό χαρακτήρα του. Οι ανοιχτόχρωμες χρωματικές κλίμακες του σώματος υπομνηματίζονται από το κόκκινο το οποίο είναι βαθιά χωνεμένο μέσα στο μαύρο φόντο, το μόνιμο χρωματικό σκηνικό όλων σχεδόν των ελαιογραφιών. Στην ενότητα των σχεδίων που ολοκληρώνουν αυτή την έκθεση, n εικαστική τεχνική είναι διαφορετική και βασίζεται στην αφαίρεση του σκούρου όγκου και την αποκάλυψη του φωτός από το φόντο.
Σε κάθε περίπτωση, ο ζωγράφος καθοδηγεί το βλέμμα μας μέσα από την ίδια φιλοσοφία και σκηνοθεσία: Μια αόρατη πηγή φωτός διασπά το σκοτάδι και φέρνει στην όψη τα σώματα ή τα συμπλέγματα που αντικρίζουμε. Το ενσταντανέ μοιάζει να έχει άκρα κρισιμότητα και ρευστότητα, ωσάν ο ζωγράφος να εισέβαλλε σ' έναν απόκρυφο κόσμο άλλων διαστάσεων και απέσπασε για λογαριασμό μας το κορυφαίο στιγμιότυπο το οποίο αντικρίζουμε με επίγνωση πλέον της ιερότητας και της μνημειακότητάς του. Κατά κάποιο τρόπο ο θεατής διαισθάνεται ότι διεισδύει στο βάθος των συμβόλων που αντικρίζει, στο σταματημένο χρόνο τους.
Άριστος γνώστης του κιαροσκούρο ο Νικολάου, διαμορφώνει ένα μανιχαϊστικό διάλογο φωτός-σκοταδιού, ζωής-λησμονιάς, δράσης-θανάτου, δίνοντας μια διακριτική θεατρικότητα στη σύνθεση, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιεί ιστορικές αναγωγές στην εικαστική γλώσσα των μεγάλων ομοτέχνων του, του Καραβάτζιο ή του Ρέμπραντ που είναι οι μεγάλοι δάσκαλοι της σκιοφωτιστιστικής ζωγραφικός. H αγάπη του Νικολάου για τους μεγάλους δασκάλους και τις τεχνικές τους συμπληρώνεται με τις λαζούρες ή τις πάστες που χρησιμοποιεί στο πλάσιμο των μορφών και στην τελική συνολική επεξεργασία της ελαιογραφίας, δίνοντας στο τελικό αποτέλεσμα μια ιδιαίτερη γοητεία, μια διαρκώς εναλλασσόμενη αίσθηση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο.
από την όψη στα διαχρονικά σύμβολα
Ο φιλότεχνος θεατής θα μπορούσε να αρκεσθεί στις κατεξοχήν εικαστικές ποιότητες αυτής της ζωγραφικής, οι οποίες άλλωστε είναι αυτές που καθιέρωσαν νωρίς-νωρίς το ζωγράφο στον ελληνικό και στο διεθνή χώρο με έργα ανάλογα στην όψη και στην εικαστική διαμόρφωση.
Ωστόσο, n θεματολογία έχει συγκεκριμένες διαστάσεις αυτή τη φορά και οι νοηματικοί πειρασμοί πολλαπλασιάζονται: Σε τί είδους ρόλους οδηγούνται τα νεαρά άτομα που πρωταγωνιστούν, άλλοτε ως θύτες και άλλοτε ως θύματα; Είναι κάποιο αποτρόπαιο ον ο Μινώταυρος ή ένα θύμα κι αυτός της Μοίρας; Η στάση Αποκαθήλωσης αφορά μόνο στα θύματα ή και στον Μινώταυρο; Το περιβάλλον σκοτάδι είναι μόνο ο μυθικός Λαβύρινθος ή -ως νοηματική προέκταση που υποχρεωνόμαστε να σκεφτούμε- και n ίδια n ζωγραφική, ο "σκοτεινός θάλαμος" που μετατρέπει το Μύθο ή το παρελθόν σε ζωντανή εικόνα; Μήπως θα πρέπει να θυμηθούμε και το ένστικτο, τον ερωτισμό ή το φόβο του θανάτου, όπως θα πρότεινε και n ψυχανάλυση;
Το βέβαιο είναι ότι ο ζωγράφος ελέγχει με προσοχή όχι μόνο τα εικαστικά μέσα έκφρασης αλλά και τα παρεπόμενα νοήματα όσων απεικονίζει. Κατορθώνει έτσι να κρατά κάθε πίνακα στα λιτά, σχεδόν λακωνικά, πλαίσια της υπαινικτικής-αλληγορικής ζωγραφικής και να αποφύγει το εύκολο δρομολόγιο της εικονογράφησης των πανίσχυρων, άλλωστε, μυθολογικών θεμάτων του.
πηγές έμπνευσης και πειθαρχίας
Είχα τη χαρά να γνωρίσω τη ζωγραφική του Ανδρέα Νικολάου το 1999 στη Λευκωσία, όπου εγκαινιαζόταν n ατομική του έκθεση στη Γκαλερί "Κ", τις ίδιες ακριβώς μέρες που στην Κρατική Πινακοθήκη παρουσιάζαμε τις συλλογές του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης της Ρόδον. "Μα πώς ξεπήδησε μια τέτοια εικαστική φωνή, από ποιά παράδοση και με ποιά αιτήματα;" αναρωτήθηκα ήδη από τότε καθώς και αργότερα, όταν επισκέφθηκα -και σχολίασα στην εβδομαδιαία τεχνοκριτική στήλη μου- την έκθεση στη Γκαλερί Σκουφά της Αθήνας. "Πώς είναι δυνατόν να εμβαθύνει σε προβληματισμούς ριζικούς για τη νεοελληνική ζωγραφική, και με τόσο άφοβο -ως προς τις μόδες- τρόπο;".
Ο Νικολάου ακουμπά με ιδιαίτερη προσοχή -σχεδόν ακροβατεί- σ' εκείνη την πολύ λεπτή κλωστή, στο μίτο που συνδέει το νεοελληνικό σήμερα με το χθες και την παγκόσμια διάστασή του. Θυμίζει στη φόρμα και στον προβληματισμό τον μεγάλο Νικόλαο Γύζη και -από ένστικτο περισσότερο παρά από ερευνητικό καθήκον- τον ρώτησα για τις σπουδές και τις αισθητικές προτιμήσεις του. H απάντηση με εξέπληξε ευχάριστα: O Νικολάου ξεκίνησε τις σπουδές του στο Μόναχο, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, εκεί όπου σπούδασε και δίδαξε ο Γύζης, αλλά και ο Τζιόρτζιο Ντεκίρικο, ο ιδρυτής της μεταφυσικής ζωγραφικής, απόφοιτος μόλις από την ΑΣΚΤ Αθηνών. Πόλη γεμάτη από την κληρονομιά του Α. Μπέκλιν, πρωτεύουσα του νεοκλασσικισμού και του συμβολισμού, το Μόναχο οδήγησε τη σύγχρονη ευρωπαϊκά τέχνη στη μεταφυσική ζωγραφική και στον υπερρεαλισμό.
O Νικολάου, έναν αιώνα μετά πήγε εκεί από ένστικτο, αλλά διαπιστώνοντα ότι στην κάποτε "συντηρητική" Ακαδημία είχαν πλέον επικρατήσει οι ευκολίες της πειραματικής τέχνης, αποφάσισε να ξαναρχίσει τις ζωγραφικές του σπουδές στην Αθήνα, κοντά στον Παναγιώτη Τέτση, που υπήρξε και ο βασικό του καθηγητής στην ΑΣΚΤ Αθηνών. "Τί σου δίδαξε περισσότερο; °, ρωτώ. "Την προσοχή στο χρώμα, το να βασανίζω κάθε έργο πριν το τελειώσω", απαντά. Στο ξεκίνημά του, ο Νικολάου έκανε μια ενότητα από "νεκρές φύσεις", μια εμπειρία ιδιαίτερα χρήσιμη για την τρέχουσα ενότητα, όπου το ανθρώπινο σώμα απεικονίζεται σε στάση αιωνιότητας, γλυπτική, μνημειακή.
Είναι επίσης ιδιαίτερα ευχάριστο -και διδακτικό- να μιλά κανείς μαζί του για την ιστορία των επιλογών του μέχρι την εκφραστική ωριμότητα. "Δε φοβάμαι το λάθος, αντίθετα το μελετώ, το αξιοποιώ. Το πρώτο χαρακτηριστικό έργο μου έγινε όταν προσπάθησα να σβήσω ένα σπουδαστικό γυμνό με κόκκινα και μαύρα που είχα διαθέσιμα και ξαφνικά αντίκρυσα μια αποκαλυπτική χρωματική εικόνα.
H ενότητα έργων "Πορτρέτο του Μινώταυρου" πιστεύω ότι ολοκληρώνει με επιτυχία τον καλλιτεχνικό προβληματισμό του Νικολάου, προσφέροντας ευρύτερα ένα υπόδειγμα πειθαρχημένης μορφοπλαστικής έρευνας. Ταυτόχρονα αποτελείται από πίνακες που συνιστούν παρακαταθήκη για τη νεοελληνική τέχνη, με το διαμορφωμένο προσωπικό του λεξιλόγιο, αλλά και τις σημειολογικές επεξεργασίες των θεμάτων τους. Συνολικά, μια μυσταγωγία βλέμματος και ψυχής σπάνια, ιδίως για τη γενιά του.
Χάρης Καμπουρίδης
Ιστορικός τέχνης, μέλος τnςAcademίa Europaea