Από το βιβλίο "Αντίνοος" του Φερνάντο Πεσσόα
Εισαγωγή - Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης - Σχέδια: Ανδρέας Νικολάου
Αθήνα 2007, εκδ. Παρουσία
Αv ζούσαμε σε καιρούς και τόπους που να αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερο σεβασμό ή ίσως και παντελή αδιαφορία τις πολλαπλές ενορμήσεις και απεικονίσεις της ανθρώπινης φύση, τις σαρκικές και νοητικές εκδηλώσεις του ακατανόητου, κι επομένως ανείπωτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι o έρωτας του Αδριανού για τον όμορφο Αντίνοο θα Θεωρούνταν το πιο διάσημο ειδύλλιο στην ιστορία της δυτικής τέχνης. Γιατί κανένας έρωτας δεν έχει απαθανατιστεί με τέτοια υπερβολή και τόσο πάθος, που ακόμη xi αυτοί «οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» - τόσο εχθρικοί προς τις ηδονές του σώματος και της τέχνης - Θα ενέδιδαν, στο ρητορικό ερώτημα του άκαμπτου Τερτυλλιανού, στη μοναδικότητά του: «Ποιος Γανυμήδης υπήρξε ποτέ πιο όμορφος και πιο προσφιλής στα μάτια του εραστή του;»
Και ποιος νεαρός στην ιστορία της τέχνης – αναρωτιέται ο λάτρης της αισθητικής έρευνας – υπήρξε πιο προσφιλής στη μυστηριώδη ανάγκη μας να αποδώσουμε το εύθραυστο και το θνητό στοιχείο της ανθρώπινης ομορφιάς; Ο σεβασμός του Αδριανού στη μνήμη του αγαπημένου του δεν γνώριζε όρια: νομίσματα, κοσμήματα, ανάγλυφα, αγάλματα, πόλεις, ακόμη και μια θρησκεία καταμαρτυρούν την ύπαρξη του νεαρού, που σύμφωνα με την παραδόξως απλή και λακωνική φράση του εραστή του, «πνίγηκε στο Νείλο». Είναι όμως έτσι; Κατάφερε όντως ο Νείλος, με τις πολλαπλές έννοιες που φέρει, ως θεϊκός και μυστηριώδης, ως το εξαίσιο πέρασμα του χρόνου που παρασύρει στη λήθη τις μικρές ματαιοδοξίες και τα πάθη μας, να απαλείψει τη μνήμη του Αντίνοου; Ταξιδέψτε σε οποιοδήποτε σημαντικό μουσείο του δυτικού κόσμου και θα δείτε το ήρεμο πρόσωπο του νεαρού από τη Βιθυνία να χαμογελά, πιο αινιγματικά κi απ' τη Μόνα Λίζα, απέναντι στη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής.
Δεν είναι μικρή η πρόκληση που ανέλαβε o Ανδρέας Νικολάου, να απαθανατίσει αυτόν, τον τελευταίο από τους σπουδαίους αρχαίους τύπους της νεανικής τελειότητας, σε μια σειρά από σχέδια που συνοδεύουν το ποίημα «Αντίνοος» του Fernando Pessoa (1888-1935). Οι θιασώτες του ποιητή Θα απολαύσουν την εκπληκτική μετάφραση του ποιήματος στα Ελληνικά από το Γιάννη Σουλιώτη, η απόδοση του οποίου μεταφέρει τέλεια το μελαγχολικό λυρισμό της αρχικής αγγλικής γλώσσας. Είναι πράγματι πρόκληση, δεδομένου ότι χρειάστηκε να αγωνιστεί με την παράδοση, αλλά καθόλου παράξενο για τους γνώστες της τέχνης του. Αν και είναι σταθερά αφοσιωμένος στην [συμβολική] πραχτική, στις απεικονίσεις του ανθρώπινου σώματος ο Νικολάου διατηρεί πάντοτε μια συνεπή αν και διακριτική απόσταση από τα νωθρά και παραιτημένα θέματα της τέχνης του. Τα σώματα που αναπαύονται στους πίνακες και τα σχέδιά του, έχουν αποσπαστεί από την προσωπικότητα, από το συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Η γαλήνη και ηρεμία της στη στάση τους, η αυτοκυριαρχία στον τρόπο τους, παραπέμπουν όχι μόνο σε καλλιτεχνικές παραδόσεις του παρελθόντος, ειδικά σ' αυτές με Θρησκευτικές τάσεις (Κι αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε άσχετο με το ενδιαφέρον του Νικολάου προς τον Αντίνοο) αλλά και στην ανάγκη να τιμήσουμε αυτό που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Όσον αφορά την αίσθηση παραίτησης που εκπέμπει το έργο του Νικολάου, δεν πρόκειται για την άσκοπη χαλάρωση ενός νωθρού σώματος αλλά για το αποτέλεσμα του πάθους – με την αρχαία έννοια, του πάσχω – που προηγήθηκε της στιγμής της απεικόνισης. Βλέπει κανείς εδώ Θρησκευτικούς απόηχους ενός αισθησιασμού. μπολιασμένου σ' ένα βαθμό με έναν επικίνδυνο και παράδοξο ασκητισμό. της τέλειας εγκατάλειψης στην υπερβολή του σώματος, μιας ψυχικής και σωματικής εξάντλησης που μπορεί να προκύψει μόνο με την υποταγή στους πειρασμούς της σάρκας. 0 μυημένος αναγνώστης Θα προσέξει ακόμη απόηχους ενός άλλου εραστή της ανδρικής μορφής, του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), σύγχρονου του Pessoa, του οποίου το ποίημα «Αντίνοος» Θα πρέπει να διαβαστεί ως μια σύγχρονη, ριζοσπαστική και ανδρική απάντηση στην μακριά παράδοση του Θρήνου της μητέρας για το νεκρό της γιο. Εξ ου και ο σαφής υπαινιγμός του Νικολάου σχετικά με την παράδοση της Pietά. Οι απεικονίσεις του δεν είναι απλές παραλλαγές των χριστιανικών προηγούμενων (παρά μόνον αν τις κοιτάξει κανείς επιπόλαια). Περισσότερο επιβεβαιώνουν την παράδοση, μερικές φορές καταφεύγοντας στην ευλαβική εξομοίωση. αλλά πιο συχνά στην ανταγωνιστική αντιπαράθεση. Τόπος της διαμάχης το ανθρώπινο σώμα, με όλες τις συνακόλουθες ηδονές και τους κινδύνους του. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρόωρος θάνατος του Αντίνοου (και ο θάνατος των νέων έχει εμπνεύσει συχνά τη θρησκευτική σκέψη) ερμηνεύτηκε και ως αυτοθυσία, σε μια δεισιδαίμονα απόπειρα του νεαρού να αποκαταστήσει την υγεία του εραστή του Αδριανού. Τουλάχιστον αυτό επέλεξε να πίστεψει η Marguerite Yourcenar.
Οι σύγχρονες ευαισθησίες μας αντιμετωπίζουν με καχυποψία και σκεπτικισμό τις δεισιδαιμονίες και τη θρησκευτική υπερβατιχότητα. 'Ομως ακόμη κι εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, έχουμε τις δικές μυθολογίες και τους δικούς μας τρόπους παραμυθίας. Τους ονομάζουμε «Τέχνη» και είναι το κοσμικό ισοδύναμο της Θεολογίας. H Τέχνη έχει τους δικούς της κανόνες και τεχνικές για να αναφέρεται στην ιστορία, για να διατηρεί τη μνήμη, για να διαχειρίζεται τους φόβους, τις ελπίδες. τις σκέψεις και τα πάθη μας. Κι έτσι αφήνουμε τους ιερείς να μιλήσουν και να ζωγραφίσουν αυτό, που εμείς οι υπόλοιποι μόνο αποσπασματικά μπορούμε να διαβάσουμε: «Με φαίνεται που o Αντίνοος μεγάλως θ' αγαπήθη. Εν τω μηνί Αθύρ ο Αντίνοος εχοιμήθη».
Γιώργος Συρίμης
Πανεπιστήμιο Yale