Στην πρόσφατη δουλειά του ο Ανδρέας Νικολάου συνθέτει την προηγούμενη ενότητα του Μύθου του Μινώταυρου σ' ένα όλον, στον ίδιο σχολιασμό μέσα από τη δυναμική της εικόνας. Η ζωγραφική του Νικολάου έχει εξ αρχής χαρακτήρα βιωματικό, ρομαντικό και οικείο. Εμπνέεται από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, τους συμβολιστές του περασμένου αιώνα και τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές. Το θέμα του είναι γύρω από το ανθρώπινο σώμα. που απεικονίζεται με πλαστικό λυρικό τρόπο, με ανατομικές λεπτομέρειες κλασικής γλυπτικής περιδινούμενο απο εσωτερική συγκίνηση και τραγικότητα. Οι μορφές, όρθιες σε καμπύλη ή ξαπλωμένες στήνονται σ' ένα μνημείο Έρωτα-θανάτου «φέρουν» μια πνοή ονείρου του υπερβατικού μεταφυσικού κόσμου. Υποβάλλουν την «ιδέα» για να αποτυπωθούν αξίες και αντοχές που κατά τον Πλάτωνα είναι η μεγαλύτερη επαλήθευση της αυθεντικής τέχνης. Τα θελκτικά αυτά σώματα ακτινοβολούν τον Έρωτα-πόθο, που διαδραματίζεται με ψυχικό σπαραγμό, καθώς αναδύονται λυτρωτικά προς την έξοδο της ψυχής τούς από το σώμα. Οι πολυυπόστατες αυτές φιγούρες σ' ένα χώρο ποίησης, φέρουν αιτήματα πάντα επίκαιρα, καταργώντας τα όρια του χρόνου και του χώρου. Μορφές που ο μύθος τις περπάτησε στην επιτάφια κλίνη της ελληνικής γης, να ευωδιάζει ο θάνατος την απόμακρη μνήμη, το ύστατο αστέρι να συνοδεύει το πέρασμά τους και σ' άλλο φως. Αυτή τη νέα ομορφιά ο Νικολάου θέλει να εικονογραφήσει ωσάν «Ωσαννά» στην ήβη μιας σκιάς, που ολόλαμπρη γίνεται απ' τα μεσάνυχτα κι ύστερα ολοκαύτωμα στη γη των ανέμων.
Σώματα γήινα, πνευματικά και συνάμα υπαινικτικά αισθησιακά, εκθαμβωτικά με σάρκα και οστά, ακίνητα και ζωντανά, αρχέγονα και συντροφικά. Εκφράζουν την εξπρεσιονιστική παραφορά με τη μουσική αρμονία των μελών τους σε αισθησιακό χορόδραμα. Γίνονται ένα κομμάτι της ψυχής μας, αναγεννούν συναισθήματα μέσα μας οι μορφές αυτές, που τις βαραίνει η απόλυτη σιγή. Ήταν εκεί θαμμένος ο ποιητικός Λόγος, πρόλογος και επίλογος μιας φλογινής σιωπής ένας Ιερός ψίθυρος στα μοναχικά μονοπάτια, στο σύμπαν (της φαντασίας) του Λαβύρινθου. Στα ερμητικά κλειστά αχνάρια της αβύσσου στην προσέγγιση του Σταυρού. Σώματα μόνα ή σε συμπλέγματα δοσμένα εκεί που αρχίζουν οι ίσκιοι μιας μυστικής περιπλάνησης στην άβυσσο του εαυτού τους, πρέπει να σκιστούν τα πέπλα να δολοφονήσουν τις πλάνες τους ν' αποκαλυφθούν μόνα, ν' αναμετρηθούν με τους φόβους τους. Τα σώματα με τα αρχέτυπα σχήματα με το «ατμοσφαιρικό» δέσιμο της μορφής και κάποιων συνεκτικών σχέσεών τους με το Μύθο συνθέτουν αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις που συμπλέκονται με το στοιχείο του ερωτικού πάθους και της ιερής ηδονής. Εδώ οι μορφές για να υπάρχουν πρέπει να χαθούν (θεόδραμα) ν' αγιοποιηθούν. Από τα νεκρικά σημάδια ενός χαμού θ' αρκούσε μια μοναχά ομορφιά στη σκέψη «πέθανε και γίνε» ανάμεσα από θυσιαστήρια, χρησμούς μαντείων, η γυμνή φωνή μιας εγκόσμιας απορίας. Ο Νικολάου μέσα από τη συμβολική αντιπαράθεση του Μύθου του Μινώταυρου μας παρασύρει σε άλλους κόσμους στη γοητεία του παρελθόντος ώστε να ξεχάσουμε τη σημερινή σκληρή πραγματικότητα. H στερέωση του κόσμου τούτου φαίνεται να μην τελειώνει την αταξία κι ο Λαβύρινθος συνεχίζει τον μίτο της Αριάδνης σε άλλο «σύμπαν». Παραμονεύει όμως ο Μινώταυρος των δικών μας φόβων. Σ' αυτό τον ονειρικό χρόνο το σώμα δαμάζεται από το κακό και την αθωότητα ή θέλγεται από ένα εσωτερικό πάθος ηδονής Αριάδνη-Θησέας. Τα δύο πρόσωπα μετεωρίζονται σ' ένα χώρο ποίησης αναζητώντας μια θεότητα για αναδρομική δικαίωση. Ο Μινώταυρος υποβάλλει την πραγματικότητα ως μυθοπλασία σαν μαγική εικόνα της εσωτερικής πραγματικότητας. Το έργο έχει να κάνει πολύ με τον καλλιτέχνη και λιγότερο με το Θεατή. Ο Νικολάου καταγράφει τον τρόπο του και τον εαυτό του με μια πλούσια ζωγραφικότητα με τη στοχαστική διάθεση μιας συμπυκνωμένης εμπειρίας ζωής, H χρωματική πυκνότητα του άδειου φόντου, ένας Θυσιαστικός στοχαστικός χώρος κι ένα γυναικείο σώμα που πάσχει ή θέλγεται. Βλέπει διάφορα πράγματα θυμάται σύμβολα γύρω από τις αισθήσεις (γυναικεία αισθητική) στη Θέση ενός μνημείου ερώτων που «θυμάται το σώμα», μια γυναίκα στο έλεος (η Αριάδνη της Νάξου) που αναγνωρίζει τι γίνεται γύρω της αλλά δεν έχει φωνή να πει κάποια πράγματα που φοβόταν να τα πει. Τα σώματα έχουν ιστορίες έχουν μυστικές μαρτυρίες του χθες. Ο Νικολάου μέσα από το τελετουργικό στοιχείο οδηγεί τις ανθρώπινες φιγούρες του στο αιώνιο Φως μιας ωραιότητας. Μια σχέση ιερότητας στη γυναικεία ψυχολογία που εξυμνεί την αγάπη που προδίνεται. Όλος ο μύθος έγινε για τον έρωτα της Αριάδνης με το Θησέα που έμεινε ανεκπλήρωτος ως αιώνια αγάπη «το ανέφικτο του έρωτος». Ο Νικολάου, ένας πραγματικός καλλιτέχνης με θέληση και εμμονή σ' αυτό που κάνει, παρουσιάζει τα δικά του σύμβολα με χαρακτηριστικό τη διαφορετικότητα στην έκφραση.
Πορευμένος κι ο ίδιος προς το άγνωστο αναζητάει να σχεδιάσει την εικόνα του μέλλοντος. Μέσα από τις νέες ζωγραφικές τάσεις ως προς την φόρμα που λειτουργούν παράλληλα με τη βιωμένη καταγραφή. Ο καλλιτέχνης προτρέπει τον συλλογισμό της αίσθησης αναζητώντας τη μυθική του ρίζα έτσι ώστε να αποκαλύπτει το -όπου μπορεί κανείς να αναγνώσει- τα σημάδια του παρελθόντος χωρίς να επαναλαμβάνει τις στιγμές, αλλά τη μεταφορά συναισθημάτων του. Μέσα από το σκηνικό βασίλειο του έρωτα: Υπάρχει μια συνενοχή μεταξύ του χώρου και της μορφής. H ενσωμάτωση της κίνησης στο έργο του δηλώνει ότι η κίνηση θα πρέπει να απελευθερωθεί από όλα αυτά με τα οποία ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη. Εννοώντας την κίνηση, το ρυθμό: την πραγματική καθώς και την φαινομενική κίνηση που γίνεται αντιληπτή από τη ροή των γραμμών και των σχημάτων στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Μια νέα μανιέρα έκφρασης που μοιάζει με το σύγχρονο χορόδραμα. Το αναδυόμενο σώμα που γράφει την καμπύλη, την τεντώνει, τη σκίζει ή τη μετεωρίζει, αποκαλυπτική και φυσική σιλουέτα. H θέαση του έργου δεν αποτελεί τίποτα άλλο από την παράδοση της ψυχής στην αισθητική εποπτεία της μορφής και την δύναμη του Μύθου που συνολικά αποπνέει.
Ελένη Δέπου
Τεχνοκριτικός