Οι παρούσες επιρροές στην καλλιτεχνική παραγωγή του Ανδρέα Νικολάου παρουσιάζουν σαφή κοινά σημεία με καλλιτέχνες και έργα του παρελθόντος.
Η Παραπομπή - από το assassiné του Jacques-Louis David's Marat στις συμβολικές αιθέριες χροιές του ύφους του - δεν χρησιμοποιείται ποτέ για χάρη της παραπομπής αλλά στοχεύει στην καθιέρωση ενός διαλόγου με τις προηγούμενες εικονιστικές δημιουργίες. Αυτή η ιδανική συνοχή τοποθετεί την δουλειά του στο κέντρο μιας συνεχής συζήτησης σχετικά με την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής και των σχέσεων που διατηρεί και μέσα και έξω από τη μορφή. Και πράγματι η ανθρώπινη μορφή είναι η άρθρωση που κρατά το εικονογραφικό σύνολο του Νικολάου ενωμένο. Ο εορτασμός του σώματος δεν σταματά στην ηδονιστική κολακεία αλλά διερευνά περαιτέρω από αυτό για να εξετάσει τους βαθιά-ριζωμένους λόγους που επισημάνουν την ίδια την εννοιολογία του σώματος. Ο καλλιτέχνης παραβλέπει τις τετριμμένες προσταγές του ακαδημαϊσμού για να προσφέρει ένα ισχυρό και παλλόμενο ρυθμό ζωγραφικής παρουσιάζοντας τις μετρημένες αλλαγές του φωτός και της σκιάς. Το σώμα - το ομοίωμα του πόνου και της ευχαρίστησης που τοποθετούνται στο πρώτο πλάνο - ξεχωρίζει στο σκοτεινό, αδιαπέραστο φόντο. Ανήσυχοι και συγχρόνως ακίνητες, οι φιγούρες είναι οι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές του χώρου όπου βρίσκονται - απλώνονται, ανυψώνονται, εκτείνονται σε μια πομπή ανεξέλεγκτων μετακινήσεων. Η μάχη μεταξύ ύλης και πνεύματος φαίνεται σχεδόν να μετασχηματίζεται σε έναν χορό ο οποίος παρουσιάζει πινδαρικές πτήσεις που ακολουθούνται από πλήρες ακινησία.
Παρομοίως με ορισμένα παραδείγματα του ρομαντισμού και ιδιαίτερα του William Blake και Henry Fuseli, η δουλεία του Νικολάου δεικνύει μια αναμφισβήτητη δέσμευση που συνδέεται επίμονα με τις ανησυχίες του σημερινού κόσμου.
Στις εσωτερικές σκηνές - για το μεγαλύτερο μέρος πορτρέτα του στούντιο - και στα πιο οραματικά του έργα (δείτε τα Δίδυμα, 2000 η τους Εραστές, 2000) είναι πάντα η αίσθηση του δράματος που συλλαμβάνει την προσοχή του παρατηρητή. Έντονο και αποξενωτικό, το δράμα ελίσσεται μέσω των μορφών και των χρωμάτων, τις γεμισμένες περιοχές και τα κενά διαστήματα, το φως και το σκοτάδι. Οι κινήσεις και οι στάσεις σημαδεύονται με παραζάλη και ανησυχία που εμποτίζουν τις εικόνες με μισοκρυμμένο παλμό και ώθηση.
Σε γενικές γραμμές η δουλειά του Ανδρέα Νικολάου είναι συνεπής και βαθιά συλλογιστική ως προς μια υπαρξιακή κατάσταση η οποία κατά συνέπεια είναι μια πειστική αταλάντευτη αυθεντικότητα.
Egidio Maria Eleuteri
Ιστορικός Τέχνης, Ρώμη