Η παρουσία του σώματος ως μία ζωντανή και ταλαιπωρημένη ύλη διαχύνεται σε όλη την δουλεία του Κύπριου καλλιτέχνη Ανδρέα Νικολάου. Η παλιότερη συνεισφορά του Νικολάου όπως και η πρόσφατη έχουν σημείο αναφορά την σωματική υλικότητα ως αναπόφευκτη και διεισδυτική θέση.
Ξεγυμνωμένα τα σώματα βρίσκονται σε παραμορφωμένες στάσεις που φαίνονται κατά περιόδους σχεδόν απίθανες, παγιδευμένα «ποζάρουν» ή βρίσκονται «εγκαταλελειμμένα στον κόσμο». Ένα παράδειγμα με αυτές τις συνθήκες παρέχεται στον Δρομέα (2001), μια εργασία που συγκεντρώνει όλες τις σταθερές του καλλιτέχνη σε περιεχόμενο και έκφραση. Ο πρωταγωνιστής του πίνακα είναι ένα μοντέλο που, στο συνηθισμένο «κοστούμι γενεθλίων» του καλλιτέχνη, γίνεται το κέντρο της προσοχής, καθώς στηρίζεται σε τρείς πτυσσόμενες καρέκλες επισφαλής ισορροπίας. Όπως ο τίτλος προτείνει, τα νωθρά ακίνητα άκρα αντισταθμίζονται από ένα συναίσθημα πλωτού δυναμισμού.
Η δουλειά του Ανδρέα Νικολάου είναι καλλιεργημένη, διεσπαρμένη με τις παραπομπές και αναφορές που εύκολα προσδιορίζονται και που κυμαίνονται από εξαιρετικά λεπτές συμβολικές τοποθετήσεις (κυρίως Odilon Redon και Gustave Moreau) ως τα μυστήρια οράματα των Henry Fuseli και William Blake. Η αναφορά στον Caravaggio και γενικότερα την τέχνη αρχές του 17 αιώνα φαίνεται στην χρήση των σκοτεινών και αδιαπέραστων φόντων πίσω από τις φιγούρες. Σε άλλα έργα το περιβάλλον είναι το στούντιο του καλλιτέχνη και εκεί είναι όπου οι φιγούρες απαιτούν τη φύση τους ως μοντέλα και ως εκ τούτου σύμβολα.
Μία επιλεκτική δύναμη και ασθενικότητα φαίνονται να περιγράφουν ένα κοινό μοτίβο και να επικαλύπτουν αδιόρθωτα η μια την άλλη. Για τον καλλιτέχνη το αποτέλεσμα είναι πως το σώμα είναι ένα μέσο αλλά και ένα όριο.
Αυτή η δυαδικότητα οδηγεί στη ζωγραφική που αποτελείται από σάρκα και σκοτάδι, που στοχεύει στην εξέταση του ανθρώπινου αινίγματος στις ενδότατες κοιλότητές της. Ο συνδυασμός του ιερού (δείτε τις εργασίες που τιτλοφορούνται την απόθεση ή ανάβαση) και του βέβηλου (Έρωτας, Νάρκισσος…) επίσης αποτελούν μέρος αυτής της ποιητικής αντίφασης. Συνεπώς ο Νικολάου δεν δανείζεται τις συγκεκριμένες εικονογραφικές ατμόσφαιρες από το παρελθόν αλλά και μια γνήσια εικονογραφία, είτε χριστιανική (όπως στο ζεύγος ΙΙ, 1999) ή σκόπιμα προέρχεται από την ελληνική μυθολογία.
Η δουλειά του Νικολάου ποτέ δεν καταλήγει σε απλό αναχρονισμό, αλλά καθιερώνει έναν καρποφόρο διάλογο με τις πιο πρόσφατες δημιουργίες στις σύγχρονες εικαστικές τέχνες.
Με αποτελεσματική πινελιά, το στυλ του διακρίνεται για τη συνοχή και την ομοιογένεια που είναι παρούσες στα διάφορα έργα του χωρίς υπονόμευση των διακριτικών γνωρισμάτων. Ακραίας σπουδαιότητας είναι η χρήση της σπάτουλας και της τεχνικής της απόξεσης στον πυρήνα του χρώματος, και ειδικότερα η προσήλωση στην επιφάνεια όπου τα σημάδια που μένουν πίσω διακλαδώνονται και μοιάζουν με μυστηριώδη ιδεογράμματα.
Έντονες κόκκινες ραβδώσεις συχνά ξεπροβάλουν από το chiaroscuro διάλογο του μαύρου και του λευκού σάμπως και το έργο στάζει το αίμα. Ένα από τα πιο συγκινητικά έργα του καλλιτέχνη, αυτό συμβολίζει ο αιματοβαμμένος Νάρκισσός του, ίσως ένα εξανθρωπισμένο, σύγχρονο παράδειγμα του μύθου.
Οι μορφές του δίνουν ζωή σε ένα θέαμα της χειρονομίας και εγκατάλειψης, όπου οι φιγούρες είναι ελεύθερες να κινηθούν γύρω στο διάστημα ή να γίνουν σταθερές και ακίνητες σε μια διφορούμενη σοβαρότητα. Αδέξιες φιγούρες - φαίνονται να προσκαλούν μια συναισθηματική αντίδραση από το θεατή που υπερβαίνει την απλή παρατήρηση ή το θαυμασμό. Εντούτοις η πανταχού παρουσία και η εμμονή του σώματος δεν απεικονίζεται με την επιθετικότητα αλλά μάλλον είναι αραιωμένα στην ικανοποιημένη υποταγή.
Και έτσι ένα σύνθετο και προβληματικό καλλιτεχνικό όραμα, που δεν περιπλανιέται ποτέ στα αδιέξοδα συνεχόμενης επανάληψης, ξετυλίγεται, ταλαντευόμενη μεταξύ έντασης και κάθαρσης.
Στα έργα ζωγραφικής του οι αμέτρητες ποικιλίες των χειρονομιών ακολουθά η μια από άλλη, όλες τους που προτρέπονται από μια ισχυρή εσωτερική δύναμη που τα βυθίζει στο χώρο. Ανασταλμένος στον αέρα ή επάνω από τα καθημερινά στοιχεία όπως οι καρέκλες ή οι πολυθρόνες τα σώματα συνεχίζουν μια τραυματική παραμονή με τη μοναξιά τους. Γδυμένοι από τον καθημερινό ρόλο τους στην κοινωνία, αποκαλύπτουν τον παροδικό και φθαρτό όρο της ύπαρξης με την τρωτή γυμνότητά τους.
Στην τελευταία περίπτωση η καλλιτεχνική αναζήτηση του Ανδρέα Νικολάου αναπηδά από μια γνήσια εσωτερική σύγκρουση που συνεχίζει να αυτο-εξετάζεται, διερευνώντας πέρα από τις καθημερινές αναζητήσεις.
Massimiliano Sardina
Ιστορικός τέχνης